καθησύχαση

καθησύχαση
[-ις (-εως)] η успокаивание; смягчение; успокоение; утихание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "καθησύχαση" в других словарях:

  • καθησύχαση — η 1. κατευνασμός, καταπράυνση 2. ψυχική αταραξία, γαλήνευση, απαλλαγή από δυσάρεστα και ανησυχητικά συναισθήματα, ανακούφιση, ξαλάφρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθησυχάζω. Η λ., στον λόγιο τ. καθησύχασις, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν …   Dictionary of Greek

  • καθησυχαστικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην καθησύχαση, κατευναστικός («καθησυχαστικά νέα»). επίρρ... καθησυχαστικώς και ά με καθησυχαστικό τρόπο, κατευναστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθησύχαση. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] …   Dictionary of Greek

  • ανάπαυση — και ανάπαψη, η (AM ἀνάπαυσις και ποιητ. ἄμπαυσις) [ἀναπαύω] 1. διακοπή σωματικής ή πνευματικής εργασίας που επιφέρει κόπωση 2. ξεκούραση, καθησύχαση 3. ξεκούραση στην αιωνιότητα, θάνατος μσν. νεοελλ. 1. ησυχία, ηρεμία 2. ειρηνικός βίος, ευημερία …   Dictionary of Greek

  • γαλήνεμα — το [γαληνεύω] 1. η κατάσταση τής θάλασσας όταν γαληνεύει, όταν ηρεμεί και πάλι μετά τη θαλασσοταραχή 2. καταπράυνση, καθησύχαση …   Dictionary of Greek

  • γαληνισμός — (I) ο το ιατρικό σύστημα τού Γαληνού, το οποίο βασίζεται στη θεωρία τών τεσσάρων χυμών, τών τριών βασικών ποιοτήτων και τών τριών πνευμάτων. (II) γαληνισμός, ο (Α) [γαληνίζω] η καταπράυνση, η καθησύχαση …   Dictionary of Greek

  • ειρηνεμός — ο 1. καθησύχαση, ειρήνευση 2. συνομολόγηση ειρήνης …   Dictionary of Greek

  • ηρέμηση — η (Α ἠρέμησις, δωρ. τ. ἀρέμησις) [ηρεμώ] 1. ησυχία, ακινησία, ηρεμία («ἡ γὰρ ἠρέμησις στέρησις τῆς κινήσεως», Αριστοτ.) 2. μτφ. καταπράυνση, καθησύχαση …   Dictionary of Greek

  • ηρέμισις — ἠρέμισις, ἡ (Α) [ηρεμίζω] καθησύχαση («πράϋνσις, ἠρέμισις ὀργῆς», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • ησυχαστικός — ή, ό (Μ ἡσυχαστικός, ή, όν) [ησυχαστής] νεοελλ. 1. αυτός που χρησιμεύει ή συντελεί στην καθησύχαση, καταπραϋντικός, καθησυχαστικός, ανακουφιστικός («ησυχαστικές ειδήσεις») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μοναχούς ή στους ησυχαστές και στα… …   Dictionary of Greek

  • κατάσταση — (Φυσ.). Ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται στη γενική τους μορφή τα διάφορα σώματα και εξαρτάται έως έναν βαθμό από τις δυνάμεις συνοχής των μορίων τους. Η ύλη γενικά παρουσιάζεται στη φύση σε στερεά, σε υγρή και σε αέρια μορφή. Η στερεά μορφή… …   Dictionary of Greek

  • κατακάθισμα — το [κατακαθίζω] 1. καθίζηση, υποχώρηση, βούλιαγμα 2. κατακάθι* 3. καθησύχαση, κατευνασμός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»